- μονοθάλαμος
- -η, -ο1. αυτός που σύγκειται από έναν μόνο θάλαμο ή αυτός που έχει έναν μόνο θάλαμο2. βιολ. χαρακτηρισμός τών τρηματοφόρων τα οποία αυξάνονται χωρίς να διαφραγματοποιούνται, καθώς και τών κηκίδων που έχουν μία μόνον προνυμφική αίθουσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.